1942-2016
«ΘΥΣΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ»
ΓΙΑ ΤΟΥΣ 62 ΜΑΡΤΥΡΕΣ
ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
«Λόγω των, εντός του, από 13 μέχρι 15 Μαΐου, χρονικού διαστήματος, λαβουσών χώραν δολοφoνιών του Δημάρχου Κανλί–Καστέλι, Κρουσώνος και Πλώρας ως και άλλων γερμανοφίλων Ελλήνων υπηκόων, ετυφεκίσθησαν ήδη 12 όμηροι, κατά διαταγήν του διοικητού φρουρίου Κρήτης. Εις περίπτωσιν περαιτέρω δολοφoνιών, θα ληφθώσι ακόμα αυστηρότερα και αυστηρότερα μέτρα».
Η προαναφερθείσα γνωστοποίηση είναι από την εφημερίδα «Κρητικός Κήρυξ», της 7ης Ιουνίου 1942. Έτσι απλά, ανώδυνα ίσως για μερικούς, αφού κάποιοι εκλεκτοί συμπολίτες μας, γνήσιοι πατριώτες με επικεφαλής το Δήμαρχό τους Μηνά Γεωργιάδη, λίγες μέρες νωρίτερα και συγκεκριμένα στις 3 του Ιούνη, έκαναν το χρέος τους. Ιούνης! Αυτός ο πάντα ξεχωριστός μήνας του καλοκαιριού κατέληξε να είναι ο πιο δραματικός μήνας της περιόδου της Ναζιστικής Κατοχής.
Ο ναζιστικός ζυγός γίνεται ολοένα και πιο δυσβάστακτος για το μαρτυρικό νησί μας. Ένα συνεχές γκρίζο πέπλο της πικρής και ασήκωτης σκλαβιάς και ένα ακόμη πιο μεγάλο κύμα μιας πρωτόγνωρης τρομοκρατικής συμπεριφοράς σκεπάζει την ιστορική πολιτεία του Μεγάλου Κάστρου. Συλλήψεις, περιπολίες, άγρια βλέμματα, κινήσεις βίαιες, άγριες φωνές. Όλα μαζί ανήκουν στις σκηνές της καθημερινής ζωής. Το αν ενοχλούν, ποιος θα ρωτούσε ποιον; Οι αγγαρείες βαριές, σε ημερησία διάταξη και αυτές, ιδιαίτερη η σκληρότητα στην τήρηση της κυκλοφορίας, που, αν και διανύουμε καλοκαιρινή περίοδο, έχει περιοριστεί μέχρι τις 7 το απόγευμα.
Μια νέα ανακοίνωση της ίδιας προαναφερόμενης εφημερίδας, με ημερομηνία 16η του Ιούνη 1942, μας ενημερώνει:
«Εξ αιτίας σοβαράς ενεργείας σαμποτάζ ήτις έλαβε χώραν κατά την νύκτα της 13ης προς 14η Ιουνίου1942 και εις την οποίαν ενέργειαν συμμετείχεν εμμέσως και μέρος του πληθυσμού, ετυφεκίσθησαν κατά την 14η Ιουνίου 1942 εις Ηράκλειο 50 όμηροι.
Ο Διοικητής φρουρίου Κρήτης».
Εκείνη τη νύχτα της 13ης προς 14η Ιουνίου…. Μια από τις εφιαλτικές νύχτες της σκλαβιάς. Οι ώρες κυλούν φοβισμένα προς τα μεσάνυχτα και σημαίνεται συναγερμός. Γεμίζουν τα καταφύγια. Μερικοί ανεβαίνουν στις ταράτσες. Μόλις αρχίζει η συμμαχική αεροπορία να αναλαμβάνει κάποιο επιθετικό ρόλο. Τι κι αν ο κίνδυνος είναι πάνω από τα κεφάλια των Καστρινών; Τα αντιαεροπορικά βάλλουν καταιγιστικά και προμηνύεται μεγάλη επιδρομή. Κυριακή το πρωί της 14ης… Ιουνίου. Αφάνταστες δραματικές στιγμές περνά το Ηράκλειο. Οι κατακτητές κατάπληκτοι, θορυβημένοι τα ξημερώματα, έξαλλοι και λυσσασμένοι, καθώς βγήκε ο ήλιος, τρέχουν από την πόλη στο αεροδρόμιο.
Για την πρώτη εκτέλεση των 12, στις 3 Ιουνίου, τότε που εκτελέστηκε και ο Δήμαρχος Μηνάς Γεωργιάδης, δεν υπάρχουν μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες. Αντίθετα, για την δεύτερη εκτέλεση των 50 υπάρχει μια συγκλονιστική μαρτυρία αυτόπτη, που εξαναγκάστηκε σε αγγαρεία μαζί με άλλους 15 πολίτες, προκειμένου να θάψουν τους νεκρούς. Πρόκειται για τον τότε υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδος, Δημήτρης Ηγουμενάκη, που αναφέρει, μεταξύ άλλων, στο πολύτιμο ημερολόγιό του τα ακόλουθα:
«Ήταν 3 περίπου το μεσημέρι. Μας οδηγούν στο Ατσαλένιο κι από εκεί πίσω στον φυτοπαθολογικό σταθμό. Σε λίγο μας φορτώνουν σ’ αυτοκίνητο και μας οδηγούν προς τη Χανιώπορτα. Νιώθουμε πως κάπου μας πάνε, όχι όμως σε αγγαρεία απλή. Ίσως δε θα ξαναγυρίσουμε. Μας πήγαν δυτικά του Ηρακλείου, κοντά στο μετόχι του Βιστάκη, στην τοποθεσία Ξηροπόταμος. Σκάβουμε. Το σκαπέτι δύσκολα υποτάσσεται στα χέρια μας. Νιώθουμε όλοι μας πως κάποιο μεγάλο συνταρακτικό δράμα θα εξελιχθεί εδώ. Ποιος ξέρει, σκάβουμε το λάκκο μας; Η σκέψη ανήσυχη τρέχει στους δικούς μας, στα παιδιά μας, στα σπίτια μας. Μια στάλα νερό θα μας ήταν σωστός θησαυρός».
Είχαμε την τύχη να συναντήσουμε και να μιλήσουμε μαζί με την κυρία Παρή Γ. Κάββου, η οποία μας προσέφερε πολύτιμο αρχειακό υλικό της περιόδου της Αντίστασης στην Κρήτη, σε μια προσπάθεια που έχει αναλάβει ο Δήμος Ηρακλείου σε συνεργασία με τη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, όσον αφορά στην καταγραφή των αντιστασιακών οργανώσεων του νησιού μας. Αφού την ευχαριστήσουμε θερμά, θα σταθούμε σε μια μαρτυρία της, κοπέλα τότε, βλέποντας μια εικόνα από το πατρικό της σπίτι στη συμβολή των οδών Καλοκαιρινού και Τσιριντάνηδων. Αναφέρει η ίδια συγκινητικά:
«Μέσα στις τόσες λαχτάρες και πόνους που πέρασε ο λαός του Ηρακλείου μα κι όλης της Κρήτης στη διάρκεια της κατοχής, ήταν και η εκτέλεση των εξήντα δύο συμπολιτών μας, που κρατούσαν οι Γερμανοί ομήρους. Πρώτα εκτέλεσαν τους δώδεκα στις 3 Ιουνίου 1942, ύστερα από έντεκα μέρες τους πενήντα, σύνολο εξήντα δύο.
Ανάμεσά τους ο Νονός μου Μηνάς Γεωργιάδης και ο αδελφός της φίλης μου Βαλλιώς Μαλαγαρδή, Νίκος Κατεχάκης, δημοσιογράφος, ιδιοκτήτης και εκδότης της εφημερίδας «Κρητικά Νέα».
…. κι ήταν τόσο λίγο καιρό μετά το γάμο του με τη Νέλλη. Μετά τη Μάχη, η οικογένεια Κατεχάκη κατοικούσε στο χωριό Βενεράτο – Αυγενική, αφού οι Γερμανοί είχαν πάρει το σπίτι τους στον Πόρο, όπως και τα πιεστήρια της εφημερίδας.
Μια νύχτα μαύρη, κατασκότεινη σαν τις ψυχές των κατακτητών που κτύπησαν τα μεσάνυχτα την πόρτα του σπιτιού και πήραν το Νίκο, για να μη γυρίσει ποτέ πια κοντά στ’ αγαπημένα του πρόσωπα.
Ήταν νωρίς το απόγευμα της 14ης Ιουνίου 1942, που στεκόμουνα στο μπαλκόνι του πατρικού σπιτιού (ήταν γραφτό να βρεθώ στο Ηράκλειο τη μέρα αυτή) όπως ήταν γραφτό να δω αυτό που θα σας διηγηθώ και που δεν έσβησε ποτέ από τη μνήμη μου.
Ένα μεγάλο καμιόνι περνούσε τη στιγμή αυτή και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου νόμισα πως οι Γερμανοί πήγαιναν σε «αγγαρεία» τους επιβάτες του. Αστραπιαία έβαλα κακό στο νου μου.
Τέτοια ώρα, απόγευμα, που τους πάνε;
Τη στιγμή που προσπαθούσα να ξεχωρίσω κανένα γνωστό, είδα στο δεξιό μέρος του αυτοκινήτου κοντά στην πόρτα, στη γωνιά, να μου κουνά το χέρι ένας από τους επιβάτες του. Αυθόρμητα φώναξα «Νίκο, Νίκο» κι εκείνος κουνούσε τώρα το χέρι του μέχρι που το καμιόνι χάθηκε στο βάθος του δρόμου.
Η καρδιά μου μάτωσε, φοβήθηκα, «Χριστέ μου που τους πάνε;» κι ένοιωσα σα θηρίο στο κλουβί κι ήθελα να τρέξω, να τρέξω πίσω από το καμιόνι, να το προφτάσω, να ρωτήσω το Νίκο «που πάτε;».
Ύστερα από λίγο ο Νίκος και οι άλλοι λεβέντες Κρητικοί έπεφταν από τα βόλια του κατακτητή.
Τους οδήγησαν στο Μετόχι του Βιστάκη κοντά στο Γάζι, που το θυμάμαι γεμάτο λουλούδια και γιασεμιά, όταν μικρό παιδί πήγαινα με τον παππού μου Παπά Ζαχαρία πολλά απογεύματα, να κάνει επίσκεψη στους ιδιοκτήτες του. Και τώρα αντί για γιασεμιά γέμισε από λεβέντικα κορμιά… από κορμιά ηρώων!
Μα και η επόμενη μέρα ήταν δραματική.
Αμέσως η σκέψη μου πέταξε στους γέρους γονείς του Νίκου, στη Βαλλιώ, την Ελένη και στη Νέλλη που σαν την αντίκρισα αναίσθητη από τον πόνο στον καναπέ του σπιτιού της με το παιδί του Νίκου στα σπλάχνα της, δεν άντεξα, έφυγα, δεν μπορούσα να πω, να κάμω τίποτα. Από την άλλη μεριά, οι γέροι γονείς, τ’ αδέλφια, τι να πεις; Το μόνο που μπορούσα να κάμω ήταν να παρακαλέσω το Θεό να τους δώσει δύναμη, να μην τρελαθούν από τον πόνο. Το δράμα δεν τελείωσε εδώ, συνεχίστηκε όλη την κατοχή. Όλο το βάρος έμεινε στους αδύναμους ώμους της Βαλλιώς, παιδί ακόμα, χωρίς πόρους, χωρίς σπίτι, στάθηκε γνήσια Κρητικιά κόρη».
Σήμερα, βρισκόμαστε εδώ για να τιμήσουμε, να προσκυνήσουμε, να θαυμάσουμε, να καταθέσουμε φόρο τιμής στους 62 συμπατριώτες μας, που, με μπροστάρη το Δήμαρχό τους, προσέφεραν τη ζωή τους, εδώ, στον τόπο του μαρτυρίου τους, σ’ αυτόν τον ειδυλλιακό τόπο!
Αυτοί έκαναν το χρέος τους με το παραπάνω, δίνοντας το αίμα τους.
Αυτοί έπεσαν τραγουδώντας τον ύμνο της Ελευθερίας, όχι με συνοδεία οργάνων, αλλά με το κροτάλισμα των όπλων.
Αυτοί συνειδητά τερμάτισαν τη ζωή τους, επιτελώντας το καθήκον τους, οραματιζόμενοι ίσως μια κοινωνία δικαίου, με αξίες, με αρετές, με ήθος, με κοινωνική δικαιοσύνη. Μια κοινωνία ήρεμη, δημοκρατική και ειρηνική, στην πράξη και όχι στα λόγια.
Εμπιστεύτηκαν τον ωραίο αγώνα τους σ’ εμάς! Σ’ όλους μας ανεξαιρέτως!
Η επικράτηση του ισχυρότερου στη σημερινή μας εποχή, η καταστρατήγηση πολλές φορές της ευνομίας, η έξαρση της εγκληματικότητας, η υποβάθμιση των αξιών, η αποδυνάμωση του θεσμού της οικογένειας, συνάρτηση της οποίας είναι η κακοποίηση και η κακομεταχείριση των παιδιών, όλα αυτά μας προβληματίζουν και μας απασχολούν ιδιαίτερα.
Ας γίνουμε μέτοχοι των ηρωικών και ιερών πράξεών τους, της θυσίας τους και, οδηγούμενοι από το φωτεινό παράδειγμά τους, ας εκπληρώσουμε το καθήκον μας ως γονείς, ως ενάρετοι – καλοί και αγαθοί πολίτες, αλλά και ως μέλη της καθημερινά κλυδωνιζόμενης κοινωνίας μας.
Η πόλη μας σήμερα θυμάται και τιμά τους εθνομάρτυρές της, την προσφορά τους, το παράδειγμά τους. Τιμά και γεραίρει αυτούς, σεμνά και αθόρυβα, έτσι όπως αρμόζει στους ήρωες!
Αιωνία τους η μνήμη!
Πίνακας εξωφύλλου: ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΣ
Έρευνα – επιμέλεια: ΒΙΚΕΛΑΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ